- δενδροκομικός
- -ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) [δενδροκομία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δενδροκομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία: Κυκλοφορούν πολλές δενδροκομικές πραγματείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδροκομικῇ — δενδροκομικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόλι — το 1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο 2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)] … Dictionary of Greek